- λεπτοψαμάθων
- λεπτοψάμαθοςwith fine sandmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτοψάμαθος — λεπτοψάμαθος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή άμμο («ἀπὸ προστομίων λεπτοψαμάθων Νείλου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψάμαθος «λεπτή άμμος» (πρβλ. ευ ψάμαθος, φιλο ψάμαθος)] … Dictionary of Greek
προστόμιο — το / προστόμιον, ΝΑ νεοελλ. 1. ανατ. η σχισμοειδής κοιλότητα ανάμεσα στα χείλη και στις παρειές προς τα έξω, και στους οδοντικούς φραγμούς και στις φατνιακές αποφύσεις προς το εσωτερικό τού στόματος 2. ζωολ. το ακραίο πρόσθιο τμήμα τού σώματος… … Dictionary of Greek